Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δέοι ἄν

См. также в других словарях:

  • δέοι — δέοῑ , δέω 1 bind pres opt act 3rd sg δέοῑ , δέω 2 lack pres opt act 3rd sg δέοῑ , δεῖ there is need pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέοι' — δέοιο , δέομαι lack pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) δέοιο , δέω 1 bind pres opt mp 2nd sg δέοιο , δέω 2 lack pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Милет (царь Лаконии) — У этого термина существуют и другие значения, см. Милет (значения). Милет (иначе Милес, др. греч. Μύλητος, Μύλης)  персонаж древнегреческой мифологии[1]. Второй царь Лаконии, старший сын Лелега от наяды Перидеи (др. греч …   Википедия

  • BACCHANTIA Indumenta — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Empedocle, Si Philosophus in purpura, cur non et in baxea Tyria calcinare! nisi aurum minime Graecatos decet: at quin alius et sericatus et crepidam aeratus incessit: digne quidem, ut bacchantibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • μυθολογικός — ή, ὁ (Α μυθολογικός, ή, όν) [μυθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • συσπουδάζω — ΝΑ [σπουδάζω] νεοελλ. σπουδάζω μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. ενεργώ από κοινού με ζήλο 2. επιδιώκω ή εκτελώ κάτι μαζί με κάποιον («συνεσπούδαζε πᾱν ὅ, τι δέοι φίλοις», Ξεν.) 3. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον με προθυμία …   Dictionary of Greek

  • χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»